Ο ήλιος και το φως του, ήταν και είναι ζωτικής σημασίας για όλους τους πολιτισμούς που υπήρξαν και υπάρχουν στην γη. Ιδιαίτερα στους αρχαίους πολιτισμούς, ο ήλιος λατρεύτηκε σαν θεός και το χειμερινό ηλιοστάσιο, που μας δίνει τη μεγαλύτερη νύχτα του έτους, θεωρήθηκε η γιορτή γέννησής του.
Αυτή τη νύχτα, λοιπόν, που ο ήλιος βρίσκεται στη μεγαλύτερη απόστασή του από τους πόλους της γης, εμείς μαζευόμαστε για να συνδεθούμε με το φως του.
Σε μία πρακτική απλή και απαιτητική ταυτόχρονα, περνάμε 108 φορές από τις δώδεκα θέσεις του Χαιρετισμού στον Ήλιο (Surya Namaskara), σε αδιάκοπη ροή. Σύμφωνα με το μύθο, ο θεός Hanuman αφιέρωσε αυτή τη σειρά των δώδεκα θέσεων στο δάσκαλό του, τον Surya (Ήλιο), για όλα εκείνα που αυτός του δίδαξε καθώς έτρεχαν μαζί −δάσκαλος και μαθητής− επί ένα χρόνο γύρω από τη γη . Την ίδια στιγμή, ο αριθμός «108», είναι ένα νούμερο ιδιαίτερα συμβολικό, και συνδυασμένο με τις δώδεκα θεσεις του χαιρετισμού φαντάζει ακατόρθωτο, αν σκεφτεί κανείς πως μέσα στη δίωρη αυτή πρακτική θα αλλάξει με αδιάκοπο ρυθμό 1296 θέσεις. Δεν είναι όμως τίποτα περισσότερο από τις ίδιες δώδεκα θέσεις που ο Hanuman αφιέρωσε στον ήλιο, από τις οποίες το σώμα περνά ξανά και ξανά.
Κάθε θέση μας μετακινεί και αλλάζει την οπτική γωνία μας. Μέσα στην αλλαγή παρεμβάλλονται σκέψεις για το γρήγορο ρυθμό, την αναπνοή που κόβεται, τη θερμοκρασία που ανεβαίνει, τις σταγόνες του ιδρώτα που πέφτουν στο yoga mat, το βάρος στους ώμους, την ανάγκη για άνοιγμα της καρδιάς ή το μούδιασμα στα ισχία. Και μέσα από όλα αυτά τα «δεν μπορώ» και τα άλλα τόσα «δεν θέλω», ξεδιπλώνονται σιγά-σιγά όλα τα «είμαι», τα «θέλω», τα «μπορώ» και τα «κάνω» και βρίσκουμε ξανά και ξανά το κέντρο μας.
Η πρακτική των 108 χαιρετισμών στον ήλιο είναι μία ιδιαίτερα απαιτητική σωματικά και πνευματικά πρακτική. Είναι βαθειά διαλογιστική, αφού, μέσα από την αυστηρή δομή των αέναων κινήσεων, δεν μπορεί κανείς παρά να ακολουθήσει το μυαλό καθώς αυτό πηδάει από τη μία σκέψη στην άλλη, και τελικά να μένει στο μόνο, ίσως, πράγμα που συμβαίνει πραγματικά στο τώρα: την παρατήρηση.
Η πρακτική αυτή ανάβει φωτιά, ζεσταίνει το μαγκωμένο σώμα και φωτίζει τη μία μετά την άλλη τις εσωτερικές γωνίες και καμπύλες μας, «καίει» μία μία τις σκέψεις του μυαλού και μας αφήνει στο απλό «είναι». Αποτελεί ένα μικρό μαραθώνιο που μας συνδέει με το φως και την ενέργεια του ήλιου και μία πρακτική επίγνωσης και συνειδητότητας αφιερωμένη στο άσβεστο φως της ψυχής μας.